ἐξακόντισις
English (LSJ)
-εως, ἡ, ejaculation, emission, σπέρματος Gal.19.168.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
medic. emisión, eyaculación σπέρματος Gal.19.168.
German (Pape)
[Seite 865] ἡ, das Herausschleudern, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξακόντισις: -εως, ἡ, οὐσ. τοῦ ἐξακοντίζω, τὸ μεθ’ ὁρμῆς ἐξακοντίζειν τι, τῇ τοῦ σπέρματος ἐξακοντίσει Γαλην. τ. 5. σ. 377.