[ῐ], τό,= τηλέφιλον, Hsch.
στησίφυλλον: [ῐ], τό, = τηλέφυλλον, τὸ «φυτὸν» Ἡσύχ.
τὸ, Α(κατά τον Ησύχ.) «τηλέφιλον».