τηλέφιλον
Γαμεῖν ὁ μέλλων εἰς μετάνοιαν ἔρχεται → Ad paenitendum properat, qui uxorem accipit → Der Heiratswillige kommt zur Sinnesänderung
English (LSJ)
τό, love-in-absence, the leaf of some plant used as a charm by lovers to try whether their love was returned; the leaf was laid on the hand or arm and struck smartly, and its adhesion (or a loud crack, or a red colour, acc. to Sch.) was a favourable omen, οὐδὲ τὸ τηλέφιλον ποτεμάξατο τὸ πλατάγημα Theoc.3.29, cf. Sch. ad loc., Poll.9.127; τηλεφίλου πλαταγήματος ἠχέτα βόμβος γαστέρα μαντῴου μάξατο κισσυβίου AP5.295 (Agath.).
German (Pape)
[Seite 1106] τό, eigtl. ferne Liebe, das Blatt einer Blume, vielleicht des Mohns, das als Liebesorakel gebraucht wurde; wer über die Gegenliebe eines geliebten Gegenstandes Gewißheit wünschte, legte das Blatt hohl zwischen den Daumen und den Zeigefinger oder auf den Oberarm und schlug mit der rechten Hand darauf; je besser es klatschte, desto günstiger war das Zeichen; Theocr. 3, 29; Poll. 9, 127; τηλέφιλον πλατάγημα Agath. 9 (V, 296).
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
litt. « qui aime de loin », plante dont on faisait claquer les feuilles entre les doigts pour s'assurer de la fidélité d'un amant absent.
Étymologie: τῆλε, φίλος.
Russian (Dvoretsky)
τηλέφῐλον: τό «дальняя любовь» (растение, лист которого клался на руку и разрывался от удара по нему другой рукой; сильный треск при разрыве служил приметой сильной любви со стороны далекой возлюбленной) Theocr., Anth.
Greek (Liddell-Scott)
τηλέφῐλον: τό, τὸ φυλάττον τὴν φιλίαν καὶ μακρὰν ὄντος τοῦ φίλου, φύλλον φυτοῦ τινος, πιθαν. τῆς μήκωνος, δι’ οὗ οἱ ἐρῶντες ἐμάντευον ἂν ἀντηγαπῶντο· ἔθετον τὸ φύλλον ἐπὶ τῆς ὀπῆς ἥτις ἐσχηματίζετο μεταξὺ τοῦ ἀντίχειρος καὶ τοῦ λιχανοῦ, ὡς ποιοῦσι καὶ νῦν, καὶ ἔπληττον αὐτὸ διὰ τῆς παλάμης τῆς δεξιᾶς χειρὸς καὶ ἐκ τοῦ ἀποτελουμένου ψόφου ἔκρινον ἂν ἠγαπῶντο ὑπὸ τῶν ἐρωμένων, οὐδὲ τὸ τηλέφιλον... πλατάγησεν Θεόκρ. 3. 29, πρβλ. Πολυδ. Θ΄, 127· οὕτω, τηλεφίλου πλατάγημα Ἀνθ. Π. 5. 296.
Greek Monolingual
τὸ, Α
φύλλο που φυλάει τη φιλία, φύλλο φυτού ή πέταλο άνθους, πιθανώς της παπαρούνας, που το χρησιμοποιούσαν οι ερωτευμένοι για να δοκιμάσουν αν το αγαπημένο πρόσωπο διατηρούσε τα αισθήματά του (α. «τηλεφίλου πλαταγήματος ἠχέτα βόμβος γαστέρα μαντῴου μαξατο κισσυβίου», Ανθ. Παλ.
β. «οὐδὲ τὸ τηλέφιλον ποτεμάξατο τὸ πλατάγημα», Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τηλ(ε)- + -φιλον, ουδ. του -φιλος (< φίλος)].
Greek Monotonic
τηλέφῐλον: τό, αγάπη «από απόσταση», φυτό που το χρησιμοποιούσαν οι ερωτευμένοι για να μαντεύουν αν η αγάπη τους είχε ανταπόδοση· τοποθετούσαν το φύλλο στο χέρι και το χτυπούσαν γρήγορα, και εάν έβγαινε ένας δυνατός ήχος τότε αυτό ήταν ευχάριστο σημάδι για την αγάπη τους, σε Θεόκρ.
Middle Liddell
τηλέ-φῐλον, ου, τό,
faraway-love, love-in-absence, a plant used by lovers to try whether their love was returned; the leaf being laid on the hand was struck smartly, and a loud crack was a favourable omen, Theocr.