Ion. for μεθείθη, 3sg. aor. 1 Pass. of μεθίημι.
μετείθη: ион. (= μεθείθη) 3 л. sing. aor. pass. к μεθίημι.
μετείθη: Ἰων. γ΄ ἑνικ. α΄ παθ. ἀορ. τοῦ μεθίημι.
μετείθη: Ιων. αντί μεθείθη, γʹ ενικ. Παθ. αορ. αʹ του μεθίημι.