-ατος, τό, daybreak, PLond.5.1684.4 (vi A.D.).
-ματος, τόalba περὶ τὸ δ. Proteu.23.3, op. ὄρθρος Ath.Al.Virg.20 (p.56.2), πρὸ διαφαύματος PSI 939.4, PLond.1684.4 (ambos VI d.C.).
διάφαυμα (AM) και διάφαυσμα, το (Μ)λυκαυγές, αυγή, όρθρος.