λυκαυγές

From LSJ

πρᾶγμα ἐλπίδος κρεῖσσον γεγενημένον → the thing worse than one expected

Source

Greek Monolingual

το (AM λυκαυγές)
βλ. λυκαυγής.

Russian (Dvoretsky)

λῠκαυγές: τό рассвет Plut., Luc.