πεδιασιμαῖος
English (LSJ)
campester, Glossaria.
Greek Monolingual
-αία, -ον, Α
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πεδιάδα, ο καμπήσιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεδιάσιμος + κατάλ. -αῖος].
campester, Glossaria.
-αία, -ον, Α
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πεδιάδα, ο καμπήσιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεδιάσιμος + κατάλ. -αῖος].