κρεμασία
English (LSJ)
suspendium, Glossaria.
Greek Monolingual
κρεμασία, ἡ (Α)
κρέμασμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρεμασ- (πρβλ. ε-κρέμασ-α, αόρ. του κρεμάννυμι) + κατάλ. -ία].
suspendium, Glossaria.
κρεμασία, ἡ (Α)
κρέμασμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρεμασ- (πρβλ. ε-κρέμασ-α, αόρ. του κρεμάννυμι) + κατάλ. -ία].