v. νέομαι.
2ᵉ sg. sbj. prés. Moy. épq. de νέω¹.
νέηαι: эп. 2 л. sing. conjct. med. к νέω I.
νέηαι: ἴδε νέομαι.
see νέομαι.
νέηαι: Επικ. αντί νέῃ, βʹ ενικ. του νέομαι.