δρακοντίας
English (LSJ)
πυρός, ὁ, a wheat
A with coarse straw, Thphr. CP 3.21.2.
2 δ. πελειάς, ἡ, a kind of pigeon, Nic.Fr.73.
3 δ. σίκυς, = σ. ἄγριος, Euthyd. ap. Ath.3.74b.
4 stone found in a serpent's head, Plin.HN37.158.
Spanish (DGE)
(δρᾰκοντίας) -ου, ὁ
bot.
1 cierta variedad de trigo Thphr.CP 3.21.2, Plin.HN 18.64.
2 cierta clase de pepino Euthydemus en Ath.74b.
3 v. δρακοντίτης.
German (Pape)
[Seite 664] ὁ, = δρακόντειος, E. M.; – πυρός, eine Weizenart, Theophr.; – σικυός, eine Gurkenart, Ath. III, 74 b; – λίθος, ein Edelstein, Plin.
Greek (Liddell-Scott)
δρᾰκοντίας: πυρός, ὁ, εἶδος σίτου, Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 3. 21, 2· ― δρακοντίας σικυὸς Ἀθήν. 74Β. 2) δρακοντιὰς πελειάς, ἡ, εἶδος περιστερᾶς, Νίκ. παρ’ Ἀθην. 395C.
Greek Monolingual
δρακοντίας, ο (AM)
μσν.
πολύτιμη πέτρα
αρχ.
1. δρακόντειος
2. φρ. α) «δρακοντίας πυρός» — είδος σιταριού
β) «δρακοντίας σίκυς» — αγγούρι
3. πέτρα που βρίσκεται στο κεφάλι ερπετού.