εἰσφθείρομαι

Revision as of 10:43, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

aor. -εφθάρην [ᾰ], make entry to one's undoing, εἰς τὴν βασιλείαν J.BJ1.26.1, cf. Poll.9.158, Suid.s.v. εἰσέρρησεν; as an abusive term, οὐκ εἰσφθερεῖσθε θᾶττον.. ἐκποδών; Men. Pk.276; θᾶττον εἰσφθάρηθι σύ Id.Sam.229.

Spanish (DGE)

1 cóm. irse a paseo, irse al cuerno οὐκ εἰσφθερεῖσθε θᾶττον ὑμεῖς ἐκποδών; Men.Pc.526, θᾶττον εἰσφθάρηθι σύ piérdete de una vez Men.Sam.574.
2 entrar para ruina o destrucción πόθῳ χρημάτων εἰς τὴν βασιλείαν εἰσφθαρείς I.BI 1.513, cf. Poll.9.158, Sud.s.u. εἰσήρρησεν
entrar para perdición o corrupción εἰσεφθάρη τῇ ζωῇ τῶν ἀνθρώπων ἡ τοῦ ἁμαρτάνειν ἀκολουθία se introdujo para la perdición de la vida humana la compañía del pecado Gr.Nyss.Virg.299.16, ref. herejes ὁ μανιχαϊσμὸς εἰς τὴν ἐκκλησίαν τοῦ θεοῦ εἰσφθαρήσεται Gr.Nyss.Eun.1.504, cf. Basil.Eunom.500C, Thdt.M.83.433A.

German (Pape)

[Seite 746] sich zum Unglück wohin begeben, Sp.

Russian (Dvoretsky)

εἰσφθείρομαι: (неся гибель или разрушение) вторгаться, врываться (θᾶττον εἰσφθάρητι σύ Men.).

Greek (Liddell-Scott)

εἰσφθείρομαι: εἰσκωμάζω, εἰσβιάζομαι, ῥῆμα δηλοῦν κατάραν, ταῖς ἐκκλησίαις ἡμῶν εἰσεφθάρη, εἰσεκώμασεν, ἀλλ’ εἴθε νὰ ἐφθείρετο εἰσκωμάζων, Πολυδ. Θ΄, 158, Γρηγ. Ναζ., κλ.

Greek Monolingual

εἰσφθείρομαι (AM)
πάω στον χαμό.