τετραμαίνω
English (LSJ)
= τρέμω, Hp.Mul.2.171, Ar.Nu.294,374, Xenarch.4.19 (prob.), Hp. ap. Gal.19.146 cod. opt. (cf. Eranos 17.99), Hsch.; τετρεμαίνω (q.v.) is v.l. in Ar. ll. cc., Gal. l.c.
Greek Monolingual
και δ. γρφ
τετρεμαίνω Α τέτραμος
τρέμω.