ποθίερος
English (LSJ)
ποθίερον, Dor. for προσίερος, dedicated, τοῦ θεοῦ to him, SIG672.13 (Delph., ii B.C.); τὰ π. καὶ δαμόσια ib.671A4 (ibid., ii B.C.); μνᾶς π. τριάκοντα Ἀρχ. Δελτ. 2.264 (Phocis).
Greek (Liddell-Scott)
ποθίερος: -ον, (= προσίερος) ποθίερον τῷ Ἀσκλαπιῷ τάλαντον Ἐπιγρ. Ἐλατείας, Rang. Ant. hel. 955· ― ποθιέρους μνᾶς τῷ θεῷ Ἐπιγρ. Τιθορέας, Ulr. Reis. u. Forsch. II, σ. 126· ― ἀργύριον ποθίερον τοῦ θεοῦ Ἐπιγρ. Δελφῶν Bul. de cor. hel. V, σ. 162, Συναγωγ. Λέξ. Ἀθησ. Κουμανούδη.
Greek Monolingual
-ον, Α
(δωρ. τ.) ιερός, αφιερωμένος σε κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτ (< ποτί «προς» με αποκοπή) + ἱερός, με τροπή του -τ- στο αντίστοιχο δασύ -θ- προ δασυνόμενης λ.].