λάθαργος
English (LSJ)
[λᾰ], ὁ,
A bit of leather, Nic.Th.423, cf. Hsch.
II = σκώληξ, Id.
III v. λαίθαργος.
German (Pape)
[Seite 5] ὁ, ein Lederschnitz, Nic. Ther. 422, Schol. ξύσματα τῶν δερμάτων. = λήθαργος, bei B. A. 50 von Hunden, λαθροδήκτης erkl. Vgl. λαίθαργος.
Greek (Liddell-Scott)
λάθαργος: [λᾰ], ὁ, ξύσμα δέρματος, Νικ. Θ. 423· πρβλ. λαίθαργος.
Greek Monolingual
λάθαργος, ὁ (Α)
1. ξύσμα δέρματος
2. (κατά τον Ησύχ.) «σκώληξ»
3. λαίθαργος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ.].