λαίθαργος
οὐ γὰρ γίνονται ἐκπλήξιες τῆς γνώμης οὔτε μετάστασις ἰσχυρὴ τοῦ σώματος → therefore, they experience no mental anxiety and no physical shocks
English (LSJ)
λαίθαργον, said to mean biting secretly (λαθεῖν, δάκνω), i.e. without barking, of a dog, σαίνεις δάκνουσα καὶ κύων λ. εἶ S.Fr.885, cf. Orac. ap. Ar.Eq.1068; also, = λαθραῖος, λαιθάργῳ ποδί Trag.Adesp. 227: λάθαργος in Phryn.PSp.87 B.: λήθαργος, Hsch.
German (Pape)
[Seite 6] = λήθαργος, Soph. frg. 902 bei Schol. Ar. Equ. 1028, κύων. Vgl. λάθαργος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. λήθαργος.
Russian (Dvoretsky)
λαίθαργος: Soph. = λήθαργος I.
Greek (Liddell-Scott)
λαίθαργος: -ον, (λαθεῖν) ὁ δάκνων κρυφίως, δηλ. ἄνευ ὑλακῆς, «κρυφοδαγκάνων», ἐπὶ κυνός, σαίνουσα δάκνεις καὶ κύων λ. εἶ Σοφ. Ἀποσπ. 902, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 1068· ἐν Α. Β. 50, λάθαργος. - Πρβλ. λαθροδάκνης.
Greek Monolingual
λαίθαργος και λάθαργος, -ον (Α)
1. (για σκύλο) αυτός που δαγκώνει ύπουλα, χωρίς να γαυγίσει, κρυφοδαγκανιάρης
2. λαθραίος, κρυφός, μυστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Συνδέεται με τη λ. λήθαργος και πρόκειται πιθ. για μεταπλασμένο τ., κατά τους εκφραστικούς τ. που εμφανίζουν προτακτικό στοιχείο λαι- (πρβλ. λαιδρός, λαίμαργος)].
Greek Monotonic
λαίθαργος: -ον (λαθεῖν, δάκνω), αυτός που δαγκώνει κρυφά, δηλ. χωρίς να γαβγίσει πρώτα, λέγεται για σκύλο, σε Αριστοφ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: guileful, secret, secretly, treacherous, of dogs which bite unexpectedly (S. Fr. 885, Orac. ap. Ar. Eq. 1068); also λαιθάργῳ ποδί (Trag. Adesp. 227), by H. explained as λαθραίῳ.
Other forms: λαθαργοι κύνες κρυφίως δάκνοντες Η. (mistake for λαιθ-?)
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Considered identical with λήθαργος forgetful, lethargic (s. v.) and taken as a reshaping after the expressive -popular words in λαι- (λαιδρός, λαίμαργος a. o.). No old IE. ablaut lā[i]dh-: lǝidh- (Fick BB 28, 101 f.). The word seems influenced, at least its interpretation by ληθ-, λαθ- forget (with ἐργ-?), which may (will) be wrong. The variation αι / η is rather Pre-Greek. S. also λαραργ-.
Middle Liddell
λαίθ-αργος, ον [λᾰθεῖν]
biting secretly, i. e. without barking, of a dog, Ar.
Frisk Etymology German
λαίθαργος: {laíthargos}
Meaning: etwa heimtückisch, hinterlistig, falsch, von einem Hunde (S. Fr. 885, Orac. ap. Ar. Eq. 1068); auch λαιθάργῳ ποδί (Trag. Adesp. 227), von H. mit λαθραίῳ erklärt.
Etymology: Kann offenbar von λήθαργος schlummerähnlicher Zustand, Lethargie (s. d.) nicht getrennt werden und ist wahrscheinlich eine Umbildung davon nach den expressiv-volkstümlichen Wörtern auf λαι- (λαιδρός, λαίμαργος u. a.). An alten idg. Ablaut lā[i]dh-: ləidh- (Fick BB 28, 101 f.) ist gewiß nicht zu denken.
Page 2,72