κερατών

Revision as of 10:56, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ῶνος, ὁ, made of horns (sc. βωμός), of an altar on Delos, IG22.1641.2 (iv B.C.), 11(2).161A101 (Delos, iii B.C.), Inscr.Délos 442 A188 (ii B.C.), Plu.Thes.21.

German (Pape)

[Seite 1422] ῶνος, βωμός, ein aus Hörnern gemachter Altar auf der Insel Delos, Plut. Thes . 21.

Russian (Dvoretsky)

κερατών: ῶνος ὁ Plut. = κεράτινος 2.

Greek (Liddell-Scott)

κερᾱτών: -ῶνος, ὁ, πεποιημένος ἐκ κεράτων, βωμὸς κ., ἐπὶ τῆς νήσου Δήλου, Πλουτ. Θησ. 21. BCH VI σ. 23, Michel. 594, ἴδε κεράτινος.

Greek Monolingual

κερατών, -ῶνος, ὁ (Α) κέρας
(για βωμό στη Δήλο) ο κατασκευασμένος από κέρατα («ἐχόρευσε δὲ περὶ τὸν κερατῶνα βωμόν, ἐκ κεράτων συνηρμοσμένον», Πλούτ.).

Greek Monotonic

κερᾱτών: -ῶνος, ὁ (κέρας), φτιαγμένος από κέρατα, σε Πλούτ.

Middle Liddell

κερᾱτών, ῶνος, κέρας
made of horns, Plut.