προκατασπείρω

Revision as of 11:08, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

sow beforehand, PMeyer 12.21 (ii A.D.): metaph., implant beforehand, ἐν τοῖς θνητοῖς τὸ ἀθάνατον Aen.Gaz.Theophrastus p.56B.

Greek Monolingual

Α
1. σπέρνω εκ τών προτέρων
2. μτφ. εμφυτεύω, εμβάλλω σε κάποιον κάτι εκ τών προτέρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + κατασπείρω «σπέρνω σε όλη την έκταση, φυτεύω»].