παρακελευσματικός
English (LSJ)
παρακελευσματική, παρακελευσματικόν, hortatory, δύναμις Eust.1393.4. Adv. παρακελευσματικῶς, ἔχειν Id.1416.40.
German (Pape)
[Seite 482] ή, όν, zum Zuruf, zur Ermunterung gehörig, Schol. Theocr. 1, 127 u. a. Sp., auch adv., Eust.
Greek (Liddell-Scott)
παρακελευσμᾰτικός: -ή, -όν, προτρεπτικός, Εὐστ. 1393. 4. - Ἐπίρρ. -κῶς, ὁ αὐτ. 1416. 40.
Greek Monolingual
-ή, -ό / παρακελευσματικός, -ή, -όν, ΝΜ παρακέλευσμα, -ατος]
προτρεπτικός, αυτός που έχει τη μορφή προτροπής, ενθάρρυνσης ή διαταγής
νεοελλ.
φρ. γραμμ. α) «παρακελευσματικές προτάσεις» — προτάσεις που εκφράζουν προτροπή και οι οποίες στην Αρχαία Ελληνική εκφέρονται με υποτακτική (α. «δεῡρο ἐξαναστῶμεν εἰς τὴν αὐλήν», Πλάτ.
β. «τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν»)
β) «παρακελευσματικά μόρια» — μόρια με τα οποία στη Νέα Ελληνική εισάγονται τέτοιου είδους προτάσεις, όπως είναι λ.χ. τα: να, ας, μη, να μη, άιντε να, για, για να («ας φύγουμε»).
επίρρ...
παρακελευσματικώς / παρακελευσματικῶς, ΝΜ
με παρακελευσματικό τρόπο, με προτροπές ή με διαταγές.