ἀπαλθαίνομαι

Revision as of 11:17, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

fut. -ήσομαι, heal thoroughly, ἕλκἐ ἀπαλθήσεσθον (-ονται Aristarch.) Il.8.419: impf., Q.S.4.404.

Spanish (DGE)

• Morfología: [fut. ind. ἀπαλθήσεσθον Il.8.405, 419]
curar ἕλκε' Il.ll.cc., τύμματ' Q.S.4.404, cf. Hsch.s.u. ἀπαλθήσεσθαι.

German (Pape)

[Seite 276] = folgdm, Qu. Sm. 4, 404.

French (Bailly abrégé)

c. ἀπάλθομαι.
Étymologie: ἀπό, ἀλθαίνω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαλθαίνομαι: μέλλ. -ήσομαι: ἀποθ.: ‒ ἰῶμαι, θεραπεύω ἐντελῶς, ἕλκε᾿ ἀπαλθήσεσθον (-εσθαι, Ἀρίσταρχ.) Ἰλ. Θ. 419· παρατ. παρὰ Κοΐντ. Σμ. 4. 404.

Greek Monolingual

ἀπαλθαίνομαι (Α)
θεραπεύομαι τελείως.

Greek Monotonic

ἀπαλθαίνομαι: μέλ. -ήσομαι, αποθ., θεραπεύω εντελώς, αποθεραπεύω, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

Dep to heal thoroughly, Il.