σωσίοικος
English (LSJ)
[ῐ], ον, saving the house, Apollon.Lex. s.v. σῶκος, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1061] das Haus, die Wirthschaft rettend, erhaltend, Hesych.; Erkl. von σῶκος, Apoll. L. H.
Greek (Liddell-Scott)
σωσίοικος: -ον, ὁ τοὺς οἴκους σῴζων, Ἡσύχ., Ἀπολλων. Λεξ. ἐν λέξ. σῶκος.
Greek Monolingual
-ον, Α
σωτήρας τών οίκων, αυτός που σώζει τα σπιτικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος < σῴζω + οἶκος (πρβλ. ἐγρεσίοικος, ὠλεσί-οικος)].