σῶκος
ἀναπηδῆσαι πρὸς τὸν πάππον → jumped up on his grandfather's knees, sprang up into his grandfather's lap
English (LSJ)
ὁ, the stout, strong one, epithet of Hermes, Il.20.72, cf. Corn. ND16, Zonar.; of the planet Mercury, Cat.Cod.Astr.1.173: as pr. n. in Il.11.427.
German (Pape)
[Seite 1059] ὁ, kräftig, stark, Beiw. des Hermes, Il. 20, 72; die alten Erkl. leiten es ab von σάοικος, = σώζων τοὺς οἴκους. Vgl. noch Luc. Trag. 40.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
fort, puissant.
Étymologie: apparenté à σάος, σῶς.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σῶκος -ου, ὁ de krachtige (epithet van Hermes). Il. 20.72.
Russian (Dvoretsky)
σῶκος: ου adj. m крепкий, могучий (эпитет Гермеса) Hom.
English (Autenrieth)
(cf. σῶς, σώζω): saviour, epithet of Hermes, Il. 20.72†.
Greek Monolingual
(I)
ὁ, Α
1. ισχυρός, δυνατός («σῶκος ἐριούνιος Ἑρμῆς», Ομ. Ιλ.)
2. προσωνυμία του πλανήτη Ερμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαϊκός τ. αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, το προσηγορικό σῶκος προήλθε από το ανθρωπωνύμιο Σῶκος (< Σάοκος), υποκοριστικό τ. ενός σύνθ. ον. Σωκράτης < ΣαFοκράτης (βλ. λ. σώος). Κατ' άλλη, όμως, άποψη, η λ. συνδέεται απευθείας με το ρ. σῴζω (βλ. λ. σώος) και έχει προέλθει από έναν ΙΕ τ. twō-ko- (πρβλ. σώμα, σωρός) με σπάνιο επίθημα -ko-. Έχει, τέλος, προταθεί η σύνδεση της λ. με τον τ. σηκός].
(II)
ὁ, Μ
σόκκος, θηλειά, βρόχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. αντί σόκκος/σόκος].
Greek (Liddell-Scott)
σῶκος: ὁ, ὁ ἰσχυρός, ὁ δυνατός, ἐπίθετον τοῦ Ἑρμοῦ, Ἰλ. Υ. 72 ὡσαύτως ὡς κύριον ὄνομα ἐν Ἰλ. Λ. 427. (Ἴσως συγγενὲς τῷ Σανσκρ. sah-y s (ἰσχυρό)) ΙΙ. = σόκκος, βρόχος, «θηλειά, σχοινίον μετὰ βρόχου εἰς τὸ ἄκρον», Βυζ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: surn. of Hermes (Υ 72); Σῶκος m. PN (A 427ff.).
Derivatives: Besides σωκέω to be strong, to have power (A. Eu. 36, S. El. 119 [anap.]); so σῶκος strong, powerful.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unexplained. After Bechtel Lex. s. v. from *Σάοκος as short form of *Σαο-κράτης (> Σω-κράτης; cf. Cypr. ΣαϜο-κλεϜης); the appellative would have arisen from the PN. Diff. hypotheses in Bq and WP. 1, 747 (w. lit.), Pok. 1098: to σηκός or as IE *tu̯ō-ko-s cognate with σῴζω (thus also Fraenkel Lexis 3, 66 ff.; rejecting v. Wilamowitz Glaube 1, 163; cf. also Orgogozo Rev. de l'hist. des religions 136, 150); the k-suffix also in Lith. tùk-ti besome fat, taukaĩ pl. fatt, grease, marrow after Fraenkel l.c., Wb. s. vv.
Middle Liddell
σῶκος, ὁ,
the stout, strong one, of Hermes, Il.
Frisk Etymology German
σῶκος: {sō̃kos}
Meaning: Bein. des Hermes (Υ 72); Σῶκος m. PN (A 427ff.).
Derivative: Daneben σωκέω stark sein, Kraft besitzen (A. Eu. 36, S. El. 119 [anap.]); σῶκος somit stark, kräftig.
Etymology: Nicht sicher erklärt. Nach Bechtel Lex. s. v. aus *Σάοκος als Kurzform von *Σαοκράτης (> Σωκράτης; vgl. kypr. Σαϝοκλεϝης); das Appellativum wäre somit aus dem PN entstanden. Andere Hypothesen bei Bq und WP. 1, 747 (m. Lit.), Pok. 1098: zu σηκός oder als idg. *tu̯ō-qo-s mit σῴζω urverwandt (so auch Fraenkel Lexis 3, 66 ff.; ablehnend v. Wilamowitz Glaube 1, 163; vgl. noch Orgogozo Rev. de l'hist. des religions 136, 150); das q-Suffix auch in lit. tùk-ti fett werden, taukaĩ pl. Fett, Schmer, Mark in den Knochen nach Fraenkel a.O. Wb. s. vv.
Page 2,841-842