φιλοκύριος
English (LSJ)
[ῡ], ὁ, loyal to one's master, of a slave, TAM2.466 (Patara): as pr.n., IG 14.2074 (Rome), etc.
Greek Monolingual
ὁ, Α
(για δούλο) ο πιστός στον κύριό του, τον αφέντη του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + κύριος.
[ῡ], ὁ, loyal to one's master, of a slave, TAM2.466 (Patara): as pr.n., IG 14.2074 (Rome), etc.
ὁ, Α
(για δούλο) ο πιστός στον κύριό του, τον αφέντη του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + κύριος.