κοφινόομαι
English (LSJ)
Pass., have a basket put over one: in Boeotia a way of exposing insolvent debtors, Nic.Dam.103 J.
Greek (Liddell-Scott)
κοφῐνόομαι: παθ., καλύπτομαι διὰ κοφίνου· τρόπος παρὰ Βοιωτοῖς, καθ’ ὃν ἐξέθετον τοὺς μὴ ἀποτίνοντας ὀφειλήν, Νικ. Δαμ. παρὰ Στοβ. 293. 16.