βοτηρικός

Revision as of 11:27, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

βοτηρική, βοτηρικόν, of or for a herdsman, ἑορτή Plu.Rom.12; κύπελλα AP6.170 (Thyill.).

Spanish (DGE)

-ή, -όν
pastoril ἑορτή Plu.Rom.12, κύπελλα AP 6.170 (Thyill.).

German (Pape)

[Seite 455] die Hirten betreffend, ἑορτή, Hirtenfest, Plut. Rom. 12; κύπελλα Thall. 3 (VI, 170).

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de berger, de pâtre, pastoral.
Étymologie: βοτήρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βοτηρικός -ή -όν βοτήρ herders-, herderlijk.

Russian (Dvoretsky)

βοτηρικός: пастушеский, пастуший (ἑορτή Plut.; κύπελλον Anth.).

Greek Monolingual

βοτηρικός, -ή, -όν (Α) βοτήρ
ο ποιμενικός.

Greek Monotonic

βοτηρικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή προορίζεται για το βοσκό, σε Πλούτ., Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

βοτηρικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ κατάλληλος εἰς βοσκόν, Πλούτ. Ρωμ. 12, Ἀνθ. II. 6. 170.

Middle Liddell

[from βοτήρ
of or for a herdsman, Plut., Anth.