ἰχνευτικός
English (LSJ)
ἰχνευτική, ἰχνευτικόν, good at tracking, κύων Ael.NA6.59, Arr. Epict.1.2.34, Ph.2.38.
German (Pape)
[Seite 1277] zum Spüren geschickt, κύων Ael. H. A. 6, 59 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἰχνευτικός: -ή, -όν, ἱκανὸς εἰς τὸ ἀνιχνεύειν, κύων Αἰλ. π. Ζ. 6. 59. - Ἐπίρρ. -κῶς, δι’ ἰχνεύσεως, Εὐστ. Πονημάτ. 174. 51.
Greek Monolingual
ἰχνευτικός, -ή, -όν (Α) ιχνευτής
ικανός ή επιτήδειος στο να ανιχνεύει, ιχνηλάτης.
επίρρ...
ιχνευτικώς (Μ ἰχνευτικῶς)
με ίχνευση, με αναζήτηση τών ιχνών.