φιλοκέρτομος

Revision as of 11:33, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

φιλοκέρτομον, fond of jeering, Od.22.287, Theoc.5.77, APl. 4.247 (Nilus Schol.).

German (Pape)

[Seite 1281] schmähsüchtig, spottsüchtig; Od. 22, 287; Anth. Plan. 247. 366; Nonn. D. 10, 178.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui aime à railler, mordant.
Étymologie: φίλος, κέρτομος.

Russian (Dvoretsky)

φιλοκέρτομος: любящий глумиться, язвительный, злоречивый Hom., Theocr., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοκέρτομος: -ον, ὁ φιλῶν κερτομεῖν, σκώπτειν, ὁ ἀγαπῶν νὰ πειράζῃ μὲ λόγους δηκτικούς, Ὀδ. Χ. 287, Θεόκρ. 5. 77· πάντες Σάτυροι φιλοκέρτομοι Ἀνθ. Πλαν. 247, 366.

English (Autenrieth)

fond of jeering or mocking, contemptuous, Od. 22.287†.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που αρέσκεται να πειράζει τους άλλους με ιδιαίτερα σκωπτικούς, χαρακτηρισμούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + κέρτομος «σκωπτικός, υβριστικός»].

Greek Monotonic

φῐλοκέρτομος: -ον, αυτός που αγαπά να κοροϊδεύει, σε Ομήρ. Οδ., Θεόκρ.

Middle Liddell

φῐλο-κέρτομος, ον,
fond of jeering, Od., Theocr.