ἰοπλόκαμος

Revision as of 11:55, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ἰοπλόκαμον, with dark locks, Μοῖσαι Pi.P.1.1,cf. Simon.18.

German (Pape)

[Seite 1256] veilchen-, d. i. dunkellockig, Μοῖσα Pind. P. 1, 1.

Russian (Dvoretsky)

ἰοπλόκᾰμος: (ῐ) с иссиня-черными волосами, темноволосый (Μοῖσα Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

ἰοπλόκᾰμος: -ον, ἔχων ἰοειδεῖς, μέλανας πλοκάμους, ἰοπλοκάμων Μοισᾶν Πινδ. Π. 1. 2, Σιμωνίδ. 21.

English (Slater)

ῐοπλόκᾰμος, -ον with violet hair ἰοπλοκάμων Μοισᾶν (P. 1.1)

Greek Monolingual

ἰοπλόκαμος, -ον (Α)
αυτός που έχει σκούρες πλεξούδες, πλοκάμους με χρώμα ίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + -πλόκαμος (< πλόκαμος), πρβλ. απαλοπλόκαμος.