κερματισμός

Revision as of 12:01, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ὁ, metaph., breaking up small, Olymp.in Phd. p.86 N.

German (Pape)

[Seite 1425] ὁ, Zerstückelung, Zerlegung, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κερματισμός: -οῦ, ὁ, ἀλλαγὴ νομίσματος μεγάλου διὰ μικρῶν, Ὀλυμπιόδ. εἰς Πλάτ. (Α. Β. 1388).

Greek Monolingual

ο (Α κερματισμός) κερματίζω
νεοελλ.
το κόψιμο ενός μεγαλύτερου συνόλου σε κομμάτια, ο τεμαχισμός
αρχ.
η αλλαγή ενός μεγάλου νομίσματος με μικρότερα κέρματα.