ἀνίμησις
English (LSJ)
-εως, ἡ, drawing up, of water, Simp.in Ph.571.6, Suid.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
acción de sacar, extracción de agua ἀπὸ θαλάσσης ἄνεμοι ποταμῶν τε αὖραι καὶ λιμένων ἀνιμήσεις ἀποπνέουσιν Dion.Alex. en Eus.HE 7.21.8, ἀνειμήσεως ὑδάτων πολειτικῶν θερμῶν βαλανείων POxy.2569.5 (III d.C.), ἐν γὰρ τῇ ἀνιμήσει κινεῖται τὸ ὕδωρ ἐν τῷ κάδῳ Simp.in Ph.571.6, cf. Sud.
German (Pape)
[Seite 237] ἡ, das Hinausziehen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνίμησις: -εως, ἡ, ἡ ἀνέλκυσις, Σουΐδ. ἐν λέξει Ἀχέρων.