ἐαροτρεφής
English (LSJ)
ἐαροτρεφές, flourishing in spring, λειμῶνες Mosch.2.67.
Spanish (DGE)
(ἐᾰροτρεφής) -ές
• Morfología: [sg. gen. ἐαροτρεφέος Orph.L.616; plu. gen. ἐαροτρεφέων Mosch.2.67]
nutrido por la primavera λειμῶνες Mosch.l.c., de una manzana, Orph.l.c.
German (Pape)
[Seite 698] ές, vom Frühling genährt, gezogen; λειμῶνες Mosch. 2, 67; μῆλον Orph. Lith. 610.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
nourri par le printemps, printanier.
Étymologie: ἔαρ, τρέφω.
Greek Monotonic
ἐαροτρεφής: -ές (τρέφω), αυτός που ευδοκιμεί την άνοιξη, σε Μόσχ.
Middle Liddell
ἐαρο-τρεφής, ές τρέφω
flourishing in spring, Mosch.