ἐνδαίνυμαι
English (LSJ)
Spanish (DGE)
comer en el curso de un banquete (ἰχθύας) Ath.277a (cód.), dud. en Thasos 128.5 (IV a.C.).
German (Pape)
[Seite 831] (s. δαίνυμαι), verspeisen, ἰχθῦς Ath. VII, 277 a, im praes.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνδαίνυμαι: παθ., ἐσθίω ἐν συμποσίῳ, ἐνευωχοῦμαι, Ἀθήν. 277Α.
Greek Monolingual
ἐνδαίνυμαι (Α)
τρώγω σε συμπόσιο, ευωχούμαι, καταβροχθίζω, κατατρώγω («τῶν ἰχθύων, οὕς ἐνδαινύμεθα», Αθήν.).