γυρητόμος

Revision as of 12:06, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

γυρητόμον, tracing a circle, αὖλαξ AP9.274 (Phil.).

Spanish (DGE)

(γῡρητόμος) -ον
que rotura la tierra en círculos, ἀρουραῖος γ. αὖλαξ AP 9.274 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 512] αὖλαξ, einen Kreis schneidend, beschreibend, Philip. 59 (IX, 274).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui décrit un cercle.
Étymologie: γυρός, τέμνω.

Russian (Dvoretsky)

γῡρητόμος: врезающийся кругом, т. е. круговой (αὖλαξ Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

γῡρητόμος: -ον, ὁ κύκλον διαγράφων ἢ σχηματίζων, αὖλαξ Ἀνθ. Π. 9. 274.

Greek Monolingual

γυρητόμος, -ον (Α)
φρ. «γυρητόμος αὖλαξ» — αυλάκι που διαγράφει κύκλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γύρος + -τόμος < τόμος < τέμνω.

Greek Monotonic

γῡρητόμος: -ον (τέμνω), αυτός που διαγράφει ή σχηματίζει κύκλο, σε Ανθ.

Middle Liddell

τέμνω
tracing a circle, Anth.