ὑπαποκινητέον
English (LSJ)
one must make off, sneak away, Id.Th.924.
German (Pape)
[Seite 1182] adj. verb. vom Vorigen, man muß sich heimlich davon machen, Ar. Th. 924.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπαποκῑνητέον: ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ὑπαποκινέω, δεῖ ὑπαποκινεῖν, πρέπει τις νὰ ἀπομακρυνθῇ λάθρα, Ἀριστοφ. Θεσμ. 924.