γλυκυπάρθενος
English (LSJ)
ἡ, sweet maid, in plural, Ὧραι ib.9.16 (Id.).
Spanish (DGE)
(γλῠκῠπάρθενος) -ον adj. que es dulce doncella Ὧραι AP 9.16 (Mel.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γλυκυπάρθενος -ου, ἡ γλυκύς, παρθένος zoet meisje. AP 9.16.1.
German (Pape)
süße Jungfrau, Ὧραι Mel. 54 (IX.16).
Russian (Dvoretsky)
γλυκυπάρθενος: ἡ нежная дева (γλυκυπάρθενοι Ὧραι Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
γλῠκῠπάρθενος: ἡ γλυκεῖα παρθένος, Ἀνθ. Π. 9. 16.
Greek Monolingual
γλυκυπάρθενος, η (Α)
η γλυκιά κόρη.