καταχείριος
English (LSJ)
καταχείριον, fitting the hand, ἐρετμός A.R.1.1189.
Greek (Liddell-Scott)
καταχείριος: -ον, ἀρμόζων εἰς τὴν χεῖρα, ἐρετμὸν Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1189.
Greek Monolingual
καταχείριος, -ον (Α)
ευκολομεταχείριστος, εύχρηστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. «Σύνθ. εκ συναρπαγής» από τη φρ. κατὰ χειρός].