ἐξαυθαδίζομαι
English (LSJ)
strengthened for αὐθαδίζομαι, J.AJ15.10.4.
Spanish (DGE)
osar, atreverse a c. πρός e inf. τοὺς ... ἐξαυθαδιζομένους πρὸς τὸ μὴ συμπεριφέρεσθαι τοῖς ἐπιτηδεύμασι I.AI 15.368.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαυθᾱδίζομαι: ἐπιτεταμένον ἀντὶ τοῦ αὐθαδίζομαι, Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 15. 10. 4.
Greek Monolingual
ἐξαυθαδίζομαι (Α) αυθαδίζομαι
δείχνω υπερβολική αυθάδεια.
German (Pape)
[θᾱ], = αὐθαδίζομαι, Jos.