ἐνιαυτοφανής
English (LSJ)
ἐνιαυτοφανές, yearly seen, Ptol.Phas.p.9 H.
Spanish (DGE)
-ές
astron. que se hace visible anualmente φάσεις Ptol.Phas.9.18, 26.
German (Pape)
[Seite 844] ές, jährlich erscheinend, Ptolem.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνιαυτοφᾰνής: -ές, ὁ κατ’ ἔτος φαινόμενος, Πτολεμ. παρὰ Φαβρ. Ἑλλ. Βιβλιοθ. τ. 4, σ. 427.
Greek Monolingual
ἐνιαυτοφανής, -ές (Α)
αυτός που εμφανίζεται κάθε χρόνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ενιαυτός + -φανής < εφάνην, αόρ. του φαίνομαι].