ἐκθάρρησις
English (LSJ)
-εως, ἡ, full confidence, Porph.Abst.1.50.
Spanish (DGE)
Greek (Liddell-Scott)
ἐκθάρρησις: -εως, ἡ, πλήρης, τελεία πεποίθησις, Πορφύριος π. Ἀποχ. Ἐμψύχ. 1. 50.
Greek Monolingual
ἐκθάρρησις, η (Μ)
απόλυτη πεποίθηση.
German (Pape)
ἡ, Zuversicht, Mut, Sp.