αἱμορροώδης
English (LSJ)
αἱμορροώδες, = αἱμορραγώδης, Hp.Coac.306.
Spanish (DGE)
-ες
• Alolema(s): cf. tb. αἱμορρώδης
1 de hemorragia o flujo de sangre σημεῖα Hp.Coac.306, cf. 334.
2 del flujo hemorroidal Hp.Coac.339.
Greek (Liddell-Scott)
αἱμορροώδης: -ες, (εἶδος) = αἱμορραγώδης, Ἱππ. Κωακ. 168.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
αἱμορροώδης -ες αἱμόρροος, -ειδης] van bloeding.
German (Pape)
ες, blutflußartig, Medic.