δαιδαλουργία
English (LSJ)
ἡ, cunning workmanship, Corp.Herm.3.3.1.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
arte de esculpir fig. ἀγαθῶν δ. Corp.Herm.3.3.
German (Pape)
[Seite 514] ἡ, kunstvolle Arbeit, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δαιδαλουργία: ἡ, περίτεχνος ἐργασία, Ἑρμ. Ποιμάνδ. 32, 2.
Greek Monolingual
δαιδαλουργία, η (Α)
εργασία με εξαίρετη δεξιοτεχνία.