= διαφθείρω, dub. in Procop.Aed.6.5.
destruir αὐτά (τείχη) Procop.Aed.6.5.5.
[Seite 611] = διαφθείρω, l. d., ὑπὸ κυνῶν διαφθορεύμενος, Her. 7, 10, 8, bessere Lesart διαφορεύμενος.