σκηνύδριον
English (LSJ)
τό, Dim. of σκηνή, Plu.Mar.37.
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
dim. de σκηνή.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκηνύδριον -ου, τό [σκηνή] kleine tent, hutje. Plut. Mar. 37.11.
Russian (Dvoretsky)
σκηνύδριον: τό небольшой шатер, палатка Plut.
Greek Monolingual
τὸ, Α
υποκορ. μικρή σκηνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκηνή + υποκορ. κατάλ. -ύδριον (πρβλ. λογύδριον)].
Greek Monotonic
σκηνύδριον: τό, υποκορ. του σκηνή, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
σκηνύδριον: τό, ὑποκορ. τοῦ σκηνή, Πλουτ. Μάρ. 37. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 147.
Middle Liddell
σκηνύδριον, ου, τό, [Dim. of σκηνή, Plut.]