κιναιδολογέω
English (LSJ)
talk of obscene things, Str.14.1.41.
German (Pape)
[Seite 1439] von unzüchtigen Dingen sprechen, Strab. XIV, 648, vom Sotades.
Greek (Liddell-Scott)
κῐναιδολογέω: ὁμιλῶ περὶ αἰσχρῶν πραγμάτων, περὶ ἀσελγειῶν, Στράβ. 648: ― κιναιδολογία, ἡ, τὸ οὕτως ὁμιλεῖν, Α. Β. 1289· ― κῐναιδο-λόγος, ον, ὁ ὁμιλῶν περὶ αἰσχρῶν πραγμάτων, Διογ. Λ. 4. 40· ὁ γράφων αἰσχρὰ βιβλία, Ἀθήν. 620F.