κολακευτής
English (LSJ)
κολακευτοῦ, ὁ, = κόλαξ, Glossaria.
German (Pape)
[Seite 1472] ὁ, = κόλαξ.
Greek (Liddell-Scott)
κολᾰκευτής: -οῦ, = κόλαξ, Γλωσσ.
Greek Monolingual
κολακευτής, ὁ (Α) κολακεύω
κόλακας.
κολακευτοῦ, ὁ, = κόλαξ, Glossaria.
[Seite 1472] ὁ, = κόλαξ.
κολᾰκευτής: -οῦ, = κόλαξ, Γλωσσ.
κολακευτής, ὁ (Α) κολακεύω
κόλακας.