τό, Syrac. for τήγανον, Hegesand.38.
[Seite 279] τό, syrakusisch = τήγανον, Ath. VI, 229 a.
ξηροτήγᾰνον: τό, Συρακοσ. ἀντὶ τήγανον, Ἡγήσανδρ. παρ’ Ἀθην. 299Α.
ξηροτήγανον, τὸ (Α)(στους Συρακοσίους) το τηγάνι.