ἀνακορέω
English (LSJ)
sweep again or out, Pherecr. 5 D.
Spanish (DGE)
barrer una y otra vez Pherecr.50A.
German (Pape)
[Seite 193] ausfegen, säubern, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνακορέω: σαίρω, σαρώνω, συγυρίζω, Α. Β. 14. 11, ἐν λέξει ἀνακαλλύνειν.