ἐνηρεμέω
English (LSJ)
= ἠρεμέω ἐν... Ph.2.140, Hld.1.18.
Spanish (DGE)
1 descansar, reposar, dormir plácidamente τῆς νυκτὸς τὸ πλεῖστον ἐνηρεμήσας Hld.1.18.2.
2 estar en paz, en calma y recogimiento ἐνησυχάσαι καὶ ἐνηρεμῆσαι καὶ μόνῃ τῇ ψυχῇ ὁμιλῆσαι τοὺς νόμους Ph.2.140, τοῦ λογισμοῦ καιρὸν οὐκ ἔχοντος ἐνηρεμεῖν καὶ σχολάζειν ἑαυτῷ Ph.2.50, cf. Cyr.Al.Trin.1.385e, εὔχεσθαι ... ἐνηρεμοῦντας τοῖς ἀσκητηρίοις Cyr.Al.Ep.Calos.p.606.14.
German (Pape)
[Seite 841] darin ruhen, Philo n. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνηρεμέω: ἠρεμέω ἔν τινι, ἐπιτηδειότατον εἶναι τὸν τόπον ἐνησυχάσαι καὶ ἐνηρεμῆσαι Φίλων 2. 140, Ἡλιόδ. 1. 18.