διαμήδομαι
English (LSJ)
= μήδομαι, Hom.Epigr.4.12.
Spanish (DGE)
planear ἐμὸν ... πότμον epigr. en Ps.Hdt.Vit.Hom.14.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
διαμήδομαι: μήδομαι, Ἐπιγράμμ. Ὁμ. 4. 12.
Russian (Dvoretsky)
διαμήδομαι: придумывать, затевать (ἐμὸν διεμήσατο πότμον Hom.).