ἀποσαφηνίζω
English (LSJ)
= ἀποσαφέω (clarify, make clear, indicate, specify), Luc.JTr.27.
Spanish (DGE)
aclarar ὅ τι βούλεται Luc.ITr.27 (cód.).
German (Pape)
Russian (Dvoretsky)
ἀποσᾰφηνίζω: Luc. = ἀποσαφέω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποσᾰφηνίζω: τῷ προηγ., Λουκ. Ζεὺς Τραγ. 27.
Greek Monolingual
(Α ἀποσαφηνίζω κ. -σαφῶ, -έω)
κάνω κάτι τελείως σαφές, διευκρινίζω.