[κᾰ], τό, clove, Aët.8.29.
ξανθοκάρυον: τό, εἶδος καρύου, Ἀέτ. 1, σ. 9b, 40.
ξανθοκάρυον, τὸ (Α)είδος καρυδιού.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξανθός + κάρυον «καρύδι»].